καντηλέρι

καντηλέρι
το και κανδηλέρι και καντηλιέρι (Μ καντηλέρι και κανδηλέρι)
επιτραπέζια λυχνία
νεοελλ.
μεταλλικό σκεύος στο οποίο στερεώνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία, το κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. candelier].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καντηλέρι — το κηροπήγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανδηλάβρα — κανδηλάβρα, ἡ (Μ) κηροστάτης, κηροπήγιο, καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candelabrum «κηροπήγιο», που προέκυψε από μεταπλασμό παλαιότερου τ. candelaber] …   Dictionary of Greek

  • κανδηλέρι — το βλ. καντηλέρι …   Dictionary of Greek

  • καντηλάβρα — η (Μ κανδηλάβρα, ἡ, και κανδήλαβρον, τὸ) το καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανδήλαβρον, τὸ < λατ. candelabrum (< candela «καντήλα»), ενώ ο τ. κανδηλάβρα (καντηλάβρα), η είναι μεταπλασμένος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • καντηλιέρι — το βλ. καντηλέρι …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κηροστάτης — ο (Μ κηροστάτης) 1. μεγάλο κηροπήγιο στο οποίο τοποθετούνται τα κεριά, κν. μανουάλι 2. μικρό κηροπήγιο με μία ή περισσότερες υποδοχές, κν. καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στάτης (< ἵστημι) πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • εφτάφωτος — η, ο αυτός που έχει εφτά φώτα: Εφτάφωτο καντηλέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”